- στομφώδη
- στομφώδηςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)στομφώδηςmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)στομφώδηςmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
Κλερόν, Κλερ Ζοζέφ — (Claire Josephe Clairon, 1723 – 1803). Γαλλίδα ηθοποιός. Στην ηλικία των δώδεκα ετών εγκατέλειψε το πατρικό της σπίτι και πήγε στη Ρουέν, όπου προσελήφθη στο θέατρο. Αργότερα (1737 43) έπαιξε σε θιάσους της Λιλ και άλλων πόλεων. Την περίοδο 1743… … Dictionary of Greek
Λιστ, Φραντς — (Franz Liszt, Ράιντινγκ, Σοπρόν 1811 – Μπαϊρόιτ 1886). Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας. Άρχισε να σπουδάζει μουσική υπό την επίβλεψη του πατέρα του και, εκδηλώνοντας γρήγορα το ταλέντο του, έπεισε κάποιους πλούσιους Ούγγρους να αναλάβουν τα έξοδα… … Dictionary of Greek
νεκρική τέχνη — Το ταφικό μνημείο, έκφραση της ν.τ., ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους (ντολμέν, νουραγικά μνημεία κ.ά.). Τις διάφορες μορφές της ν.τ. κωδικοποίησε ο αιγυπτιακός πολιτισμός από την τρίτη χιλιετία π.Χ., κατασκευάζοντας ταφικά μνημεία, υπόγειους … Dictionary of Greek
ανενθουσίαστος — η, ο αυτός που δεν ενθουσιάζεται ή δεν ενθουσιάστηκε: Το ακροατήριο είχε απομείνει μάλλον ανενθουσίαστο από τη στομφώδη ομιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλάλημα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διαλαλώ, η διάδοση με τρόπο στομφώδη, η κοινολόγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλαλώ — διαλάλησα, διαλαλήθηκα, διαλαλημένος, διαδίδω με στομφώδη τρόπο, κοινολογώ, διατυμπανίζω: Οι μικροπωλητές διαλαλούν τα προϊόντα τους στα παζάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)